κλαπατάρι

κλαπατάρι
το
φτερούγα κατοικίδιου πτηνού («δεν έχω φτερά, δεν έχω κλαπατάρια», Κρυστ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κλαπατάρι — το φτερό πουλιού: Θέλω, μα δεν έχω φτερά, δεν έχω κλαπατάρια (Κρυστάλλης) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”